- περόνιασμα
- το, -ατος1. το τρύπημα με πιρούνι.2. η προσβολή από την υγρασία: Τρομερό περόνιασμα κάνει το κρύο σήμερα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
περόνιασμα — το, Ν [περονιάζω] 1. η διατρύπηση με πιρούνι 2. το έντονο αίσθημα κρύου ή υγρασίας … Dictionary of Greek
πιρούνιασμα — το, Ν [πιρουνιάζω] το περόνιασμα … Dictionary of Greek